Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > bufé

bufé

Sistema para presentar platos por el cual la comida se ubica en un lugar público y en el que los comensales, por lo general, se sirven ellos mismos.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Restaurants
  • Category: Fine dining
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Festivals Category: Christmas

ángeles

Mensajeros de Dios que se aparecieron a los pastores anunciando el nacimiento de Jesús.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Russian Saints

Κατηγορία: Θρησκεία   2 20 Όροι

Natural Fermentation Bread

Κατηγορία: Food   1 35 Όροι