Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > cordado

cordado

An animal with a notochord (a cartilaginous rod that extends the length of the body), dorsal hollow nerve cord (a fluid-filled tube that runs the length of the body), gill slits or pouches, and a tail at some stage in its life cycle.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Zoology
  • Company: Berkeley
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Musicians

Lady Antebellum

Lady Antebellum es una banda estadounidense de música country que está compuesta por tres personas: Charles Kelly, Dave Haywood y Hilary Scott. Ambos ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Diabetes

Κατηγορία: Health   3 12 Όροι

Top 20 Sites in United States

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 20 Όροι

Browers Terms By Category