Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > cobra

cobra

A highly venomous snake from the elapidae family native to Asia and Africa. When alarmed, a cobra raises its head and expands the skin of the neck to form a flattened hood.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Animals
  • Category: Snakes
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Pageantry

Teresa Scanlan

Es la ganadora del concurso de belleza Miss America 2011. Scanlan, de 17 años de edad, es una chica recién graduada del colegio de un pueblo al oeste ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Land of Smiles

Κατηγορία: Travel   1 10 Όροι

Feminist Killjoys

Κατηγορία: Other   2 2 Όροι