Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > coco

coco

Fruit of the coconut tree. It has a hard outer husk enclosing a large nut containing a white, edible, jelly-like substance called the "endosperm."

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Paula Reyes
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Travel Category: Travel sites

piratería de viaje

El objetivo de la piratería de viaje es obtener la mejor opción de viaje al precio más bajo o el mejor acuerdo. Los piratas de viaje son las personas ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Harry Potter Characters

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 18 Όροι

越野车

Κατηγορία: Arts   1 4 Όροι