Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pitanga

pitanga

The yellow to deep red, cherry-like fruit of a Brazilian tree of the myrtle family. These fruit, which are now grown in the U.S., are slightly acid and are eaten out-of-hand and used in jams and jellies. Also called "pitanga."

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: Fighting games

bloqueo

Una acción defensiva que mitiga o nulifica el daño recibido. A menudo sólo bloquea los ataques que vienen desde ciertos ángulos y puede ser ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Must visit places in Xi'an

Κατηγορία: Travel   2 20 Όροι

Terms frequently used in K-pop

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   3 30 Όροι