Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > título
título
A title of dignity, office, or courtesy.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Λεξιλόγιο SAT
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
células
Las células son la unidad funcional básica de la vida (todos los organismo están compuestos por ellos). Fueron descubiertos por Robert Hooke en 1665. ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Contracts(640)
- Home improvement(270)
- Mortgage(171)
- Residential(37)
- Corporate(35)
- Commercial(31)
Real estate(1184) Terms
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)
Αρχαιολογία(2749) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- Marketing communications(549)
- Online advertising(216)
- Billboard advertising(152)
- Television advertising(72)
- Radio advertising(57)
- New media advertising(40)