Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > fan

fan

Persona que se ha unido a una página porque le gusta lo que ésta representa.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ιντερνετ
  • Category: Social media
  • Company: Facebook
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Snack foods Category: Sandwiches

sándwiches

Un sándwich está formado por uno o más rebanadas de pan con relleno nutritivo entre ellos. Cualquier tipo de pan pan, la crema o el pan, panecillos y ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Most Popular Free Software

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 5 Όροι

Hotel management Terms

Κατηγορία: Business   1 2 Όροι