Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > combustible fósil
combustible fósil
Combustible a base de carbono resultantes de millones de años de descomposición biológica. El carbón, el petróleo y el gas natural son los ejemplos más comunes.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Ατομική ενέργεια
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film types
western europeo
Es el apodo de un sub-género de películas western que emergió en la mitad de 1960 en Italia. Los directores mas populares son Sergio Leone, Sergio ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
The Most Bizzare New Animals
Κατηγορία: Animals 3 14 Όροι
Browers Terms By Category
- Wireless networking(199)
- Modems(93)
- Firewall & VPN(91)
- Networking storage(39)
- Routers(3)
- Network switches(2)
Network hardware(428) Terms
- Action toys(4)
- Skill toys(3)
- Animals & stuffed toys(2)
- Educational toys(1)
- Baby toys(1)
Toys and games(11) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Dictionaries(81869)
- Encyclopedias(14625)
- Αργκό(5701)
- Idioms(2187)
- General language(831)
- Linguistics(739)
Γλώσσα(108024) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)