Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > radiación
radiación
Partículas (alfa, beta, neutrones) o rayos (gama) emitidos del núcleo de un átomo radioactivo inestable como resultado de la descomposición radioactiva.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια
- Category: Ατομική ενέργεια
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Photography Category: Professional photography
mesa de luz
box of fluorescent tubes balanced for white light and covered with translucent glass or plastic. Used for viewing, registering or correcting film ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
The Most Bizzare New Animals
Κατηγορία: Animals 3 14 Όροι
Browers Terms By Category
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)
Quality management(5732) Terms
- Capacitors(290)
- Resistors(152)
- Switches(102)
- LCD Panels(47)
- Power sources(7)
- Connectors(7)
Electronic components(619) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)
Πολεμικές τέχνες(1468) Terms
- Mapping science(4042)
- Soil science(1654)
- Physical oceanography(1561)
- Geology(1407)
- Seismology(488)
- Remote sensing(446)
Earth science(10026) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)