Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > isquemia

isquemia

Blood deficiency in an organ or tissue caused by a constriction or obstruction of its blood vessels.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

María Paz Cuturi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Communication Category: Postal communication

deltiología

La deltiología es el estudio y coleccionismo de postales, normalmente como pasatiempo.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous Museums in Paris

Κατηγορία: Arts   1 11 Όροι

Game of Thrones Characters

Κατηγορία: Other   1 8 Όροι