Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > isquemia
isquemia
Blood deficiency in an organ or tissue caused by a constriction or obstruction of its blood vessels.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Communication Category: Postal communication
deltiología
La deltiología es el estudio y coleccionismo de postales, normalmente como pasatiempo.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Misc restaurant(209)
- Culinary(115)
- Fine dining(63)
- Diners(23)
- Coffehouses(19)
- Cafeterias(12)
Restaurants(470) Terms
- General art history(577)
- Visual arts(575)
- Renaissance(22)
Art history(1174) Terms
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)
Ιατρικές συσκευές(2427) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)