Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > kuru

kuru

A prion disease found exclusively among the Fore liguistic group natives of the highlands of New Guinea. It is marked by the subacute onset of tremor and ataxia followed by motor weakness and incontinence. The condition is associated with ritual cannibalism, and has become rare since this practice has been discontinued.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

kokopelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tobacco Category: Cigarettes

cigarros electrónicos

cigarros electrónicos son correos que funcionan con baterías. Dependiendo del modelo o la marca, estos cigarrillos permiten a los usuarios inhalar ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Biggest Lies in History

Κατηγορία: Ιστορία   1 5 Όροι

Hotel management Terms

Κατηγορία: Business   1 2 Όροι