Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > lámpara

lámpara

The term used to refer to the complete light source package, including the inner parts as well a the outer bulb or tube. "Lamp", of course, is also commonly used to refer to a type of small light fixture such as a table lamp.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Lights & lighting
  • Category: Lighting products
  • Company: GE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Aranae
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Weather Category: Seasons

invierno

La estación con temperaturas más frías del año, entre el otoño y la primavera. Desde el solsticio de invierno los días se hacen más cortos y las ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Avengers Characters

Κατηγορία: Other   1 8 Όροι

Theater Arts

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 20 Όροι