Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > laringe

laringe

The larynx (plural larynges), commonly called the voice box, is an organ in the neck of mammals involved in protecting the trachea and sound production. It manipulates pitch and volume. The larynx houses the vocal folds,

which are an essential component of phonation.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Medical 1
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Anatomy
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Art history Category: Visual arts

busto

A sculpted or painted portrait that comprises the head, shoulders and upper arms of the subject.

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Greatest Actors of All Time

Κατηγορία: Other   1 29 Όροι

Dress Shirt Collars

Κατηγορία: Μόδα   1 5 Όροι