Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > miocarditis
miocarditis
Inflammation of the muscular walls of the heart.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Κολέγια & Πανεπιστήμια
Graduate Management Admission Test (Examen de admisión para graduados en gestión de empresas)
Like the GRE, GMAT is a pre-requisite test for students wishing to apply to MBA programs in USA. Similarly, the top business schools around the world ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
marija.horvat
0
Όροι
21
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί
The worst epidemics in history
Κατηγορία: Health 1 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Fuel cell(402)
- Capacitors(290)
- Motors(278)
- Generators(192)
- Circuit breakers(147)
- Power supplies(77)
Electrical equipment(1403) Terms
- Economics(2399)
- International economics(1257)
- International trade(355)
- Forex(77)
- Ecommerce(21)
- Economic standardization(2)
Economy(4111) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)