Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > cuello

cuello

Un alargamiento relativamente estrecha, de proyección, o parte de conexión: un cuello de la tierra; el cuello de un matraz.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Miscellaneous
  • Category: Magazines
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

dskorce
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Religious holidays

Janucá

Es una fiesta judía que dura por ocho días, celebrando la recuperación del Templo Sagrado en Jerusalén. Típicamente se enciende un candelabro de ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Must-Try Philippine Delicacies

Κατηγορία: Food   4 20 Όροι

Sharing Economy

Κατηγορία: Business   1 2 Όροι

Browers Terms By Category