Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > videocámara

videocámara

Una cámara de peso ligero, portátil, especialmente uno que registra los datos en forma digital en un dispositivo de almacenamiento como una cinta de vídeo, DVD o disco duro.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Miscellaneous
  • Category: Magazines
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Liliana Marquesini
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research

sistema renina angiotensina.

Sistema hormonal que regula la presión sanguínea y el balance hídrico (líquidos).

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Must-Try Philippine Delicacies

Κατηγορία: Food   4 20 Όροι

Sharing Economy

Κατηγορία: Business   1 2 Όροι