Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > órgano

órgano

Collection of tissues which performs a particular function or set of functions in an animal or plant's body. The heart, brain, and skin are three organs found in most animals. The leaf, stem, and root are three organs found in most plants. Organs are composed of tissues, and may be organized into larger organ systems.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Zoology
  • Company: Berkeley
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting

El jardín de las delicias

Bosch's most famous and unconventional picture, The Garden of Earthly Delights was painted between 1490 and 1510. The oil painting is on three panels, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

UIC-COM Medical Genetics

Κατηγορία: Επιστήμη   1 6 Όροι

Prominent Popes

Κατηγορία: Θρησκεία   1 20 Όροι