Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > óvulos (animales)

óvulos (animales)

The female germ cell (gamete).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category:

deipnosofista

Una persona que es maestro de la conversación en la mesa, durante la cena.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The art economy

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι

Greek Mythology

Κατηγορία: Ιστορία   1 20 Όροι

Browers Terms By Category