Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > tarso (hueso)

tarso (hueso)

The bone(s) that comprise(s) the ankle joint.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Paula Reyes
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Advertising Category: Television advertising

pvr (grabador de video personal)

Un termino genérico para un dispositivo que es similar a un CVE pero graba datos de televisión en formato digital en oposición al formato análogo de ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Herbs and Spices in Indonesian Cuisine

Κατηγορία: Food   1 10 Όροι

sport, training, Taekwondo

Κατηγορία: Σπορ   1 1 Όροι