Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aorta
aorta
La arteria más grande del cuerpo, que transporta sangre oxigenada desde el ventrículo izquierdo del corazón a los tejidos del cuerpo.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Σπορ Category: Basketball
pelota muerta
(basketball term) any ball that is not live; occurs after each successful field goal or free-throw attempt, after any official's whistle or if the ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)
Legal services(8095) Terms
- Ballroom(285)
- Belly dance(108)
- Cheerleading(101)
- Choreography(79)
- Historical dance(53)
- African-American(50)
Dance(760) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Printers(127)
- Fax machines(71)
- Copiers(48)
- Office supplies(22)
- Scanners(9)
- Projectors(3)
Office equipment(281) Terms
- Wedding gowns(129)
- Wedding cake(34)
- Grooms(34)
- Wedding florals(25)
- Royal wedding(21)
- Honeymoons(5)