Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > átomo

átomo

La partícula más pequeña de un elemento que puede existir ya sea solo o en combinación.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jorbuacar
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

pepino

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Airplane Disasters

Κατηγορία: Ιστορία   1 4 Όροι

Nautical

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι