Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > salazón

salazón

The treatment of a food or material by soaking in a solution saturated with or containing large amounts of a salt, especially sodium chloride.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jorbuacar
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

pepino

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

My Favourite Historic Places In Beijing

Κατηγορία: Travel   1 8 Όροι

Shanghai Free Trade Zone

Κατηγορία: Business   1 3 Όροι