Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > carboxilar

carboxilar

Introducir carboxilo o dióxido de carbono en (un compuesto), para formar un ácido carboxílico.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Lakes

lago

A body of relatively still fresh or salt water of considerable size, localized in a basin that is surrounded by land. Lakes are inland and not part of ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

World’s Best Winter Festivals

Κατηγορία: Travel   2 4 Όροι

4th Grade Spelling Words

Κατηγορία: Arts   2 6 Όροι