Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > fluoruro

fluoruro

Un compuesto químico utilizado para prevenir las caries dentales, que se usa en los sistemas de agua fluorada y que se aplica directamente a los dientes.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fitness Category: Workouts

pandiculación

La acción de desperezarse y bostezar.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Divergent

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 6 Όροι

Top Candies Of All Time

Κατηγορία: Food   2 10 Όροι