Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > graduado

graduado

(1) Una persona que ha completado con éxito un programa de estudio y alcanzado el último grado, (2) como adjetivo, se refiere al estado que sigue al bachillerato.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

dskorce
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: National holidays

Día de Canadá

El Día de Canadá se celebra la unión de las tres colonias británicas (Nueva Escocia, Nueva Brunswick, y la Provincia de Canadá) que hoy en día forman ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Angels

Κατηγορία: Ιστορία   1 4 Όροι

Finance

Κατηγορία: Business   2 14 Όροι