Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > metestro

metestro

The period following estrus during which the phenomena of estrus subside in those animals in which pregnancy or pseudopregnancy does not occur.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

juanpablosans
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Σπορ Category: Football

Super Tazón

También conocido como Super Bowl, es la culminación de los playoffs, en la que se enfrentan el ganador de la NFC y de la AFC.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The worst epidemics in history

Κατηγορία: Health   1 20 Όροι

Abandoned Places

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 9 Όροι