Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pedipálpos

pedipálpos

The second pair of appendages of cheliceromorphs. In many arachnids, such as spiders, the pedipalps are enlarged in the male and used for copulation.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Zoology
  • Company: Berkeley
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Natural environment Category: Earthquake

tsunami

Un término japonés que se aöplica a grandes olas oceánicas causadas ​​por movimientos en el fondo del mar relacionados con un terremoto o una erupción ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Fastest Growing Tech Companies

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 7 Όροι

World's Geatest People of All Time

Κατηγορία: Ιστορία   1 1 Όροι