Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > granada
granada
A fruit-bearing deciduous shrub or small tree growing between five and eight meters tall.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Fruits
- Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
- Category: Fruits
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research
sistema renina angiotensina.
Sistema hormonal que regula la presión sanguínea y el balance hídrico (líquidos).
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
James Kawasaki
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
8
Οπαδοί
Social Psychology PSY240 Exam 1
Κατηγορία: Επιστήμη 1 5 Όροι
Browers Terms By Category
- Cheese(628)
- Butter(185)
- Ice cream(118)
- Yoghurt(45)
- Milk(26)
- Cream products(11)
Dairy products(1013) Terms
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)
Ομορφιά(417) Terms
- Cables & wires(2)
- Fiber optic equipment(1)
Telecom equipment(3) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Contracts(640)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- Legal(214)
- US law(77)
- European law(75)
Νομική(7373) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)