Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > granada

granada

A fruit-bearing deciduous shrub or small tree growing between five and eight meters tall.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Fruits
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Liliana Marquesini
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research

sistema renina angiotensina.

Sistema hormonal que regula la presión sanguínea y el balance hídrico (líquidos).

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Social Psychology PSY240 Exam 1

Κατηγορία: Επιστήμη   1 5 Όροι

Saharan Town of Ghardaia

Κατηγορία: Arts   1 1 Όροι