Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > renunciar

renunciar

Una separación de un empleado de un establecimiento que se inicia por el empleado, una separación voluntaria, una renuncia de un trabajo o posición.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor statistics
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

kokopelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Observances

Día de Steve Jobs

Fue propuesto por la agencia digital de publicidad Studiocom, el día de Steve Jobs es en celebración de la grandeza que Jobs alcanzó durante su vida. ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Angels

Κατηγορία: Ιστορία   1 4 Όροι

Finance

Κατηγορία: Business   2 14 Όροι