Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > síncope

síncope

A brief period of unconsciousness caused by insufficient blood supply to the brain.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

kokopelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film types

Disney en China

Disney ha anunciado que llevará sus afamadas películas al mercado chino de cable. El acuerdo proveerá películas de Disney, tanto nuevas como clásicas, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

African Instruments

Κατηγορία: Arts   1 8 Όροι

Food Preservation

Κατηγορία: Food   1 20 Όροι