Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > síncope
síncope
A brief period of unconsciousness caused by insufficient blood supply to the brain.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film types
Disney en China
Disney ha anunciado que llevará sus afamadas películas al mercado chino de cable. El acuerdo proveerá películas de Disney, tanto nuevas como clásicas, ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)
Railways(471) Terms
- Social media(480)
- Ιντερνετ(195)
- Search engines(29)
- Online games(22)
- Ecommerce(21)
- SEO(8)
Υπηρεσίες ONLINE(770) Terms
- Cooking(3691)
- Fish, poultry, & meat(288)
- Spices(36)
Culinary arts(4015) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- Φυσική γεωγραφία(2496)
- Γεωγραφία(671)
- Πόλεις & κωμοπόλεις(554)
- Χώρες & Κράτη(515)
- Capitals(283)
- Human geography(103)