Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > terpenoidos

terpenoidos

Natural products and related compounds formally derived from isoprene units. They contain oxygen in various functional groups.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

español

El español es un idioma que proviene de España y que se habla en muchos otros países.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Most Expensive Accidents in History

Κατηγορία: Ιστορία   1 9 Όροι

Math

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 20 Όροι