Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > vapor

vapor

Una sustancia en estado gaseoso que se encuentra por debajo de su temperatura crítica, pero aún suspendida en el aire. Es posible que un vapor se licúe por aumento de la presión. Los vapores no suelen ser visibles.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Violeta Gil
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 9

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Restaurants Category: Fast food ₁

cajita feliz

Happy Meals are meals from McDonald's marketed at children. They first entered the market in 1979. Happy Meals usually consist of a choice of a ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The World's Billionaires

Κατηγορία: Business   1 10 Όροι

Food to taste in Pakistan

Κατηγορία: Food   1 2 Όροι