Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
φόρο εισοδήματος
Λογιστική; Auditing
Ετήσια φόρου επί των εισοδημάτων (μερίσματα, τόκοι, ενοίκια) και επαγγελματικού εισοδήματος (ημερομίσθια, μισθοί, Επιτροπή). Συμπληρωματικά προς τις χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων της κυβέρνησης ένα, ...
φύλλο κόστους σειρά εργασιών
Λογιστική; Auditing
Το έγγραφο που αντιπροσωπεύει το κόστος που απαιτείται για να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία.
τάξης του συστήματος εργασίας
Λογιστική; Auditing
Η μέθοδος κατανομής των δαπανών σε κάθε εργασία που αναφέρεται για την παραγωγή.
εργασία κοστολόγηση
Λογιστική; Auditing
Μια ειδική παραγγελία κοστολόγησης τεχνική, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου κάθε θέση εργασίας είναι διαφορετική και εκτελείται με τις προδιαγραφές του πελάτη. Εργασίας κοστολόγηση περιλαμβάνει ...
Junior λογιστής
Λογιστική; Auditing
Το entry-level θέση μια λογιστική εταιρία ή τμήμα, και γενικά ο τίτλος που έλαβε από την πρόσφατη πτυχιούχους που προσέλαβε για πρώτη δουλειά λογιστικής τους. Καθήκοντα σε αυτό το επίπεδο μπορεί να ...
Junior κεφαλαίου πισίνα (JCP)
Λογιστική; Auditing
Μια εταιρεία που εκδίδει δικαιώματα προαίρεσης αντί είναι μια δομή επιχειρησιακών. Η πρακτική αυτή ρυθμίζεται μόνο στον ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί