Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
περιουσία (ιδιοκτησία) που αποκτήθηκε εκ των υστέρων
Νομική; Γενική νομική
Περιουσία που αποκτήθηκε μετά από ένα συγκεκριμένο συμβάν, όπως η ημερομηνία που κάποιος υποθηκεύει ένα άλλο περιουσιακό στοιχείο. Κάποιες υποθήκες διέπονται από ρήτρα περιουσίας που αποκτήθηκε μετά, ...
ανοικτός λογαριασμός
Νομική; Γενική νομική
Η ''χρέωση ενός λογαριασμού'' όπου οι αγορές (ή δάνεια) μπορούν να γίνουν μέσω χωριστών διακανονισμών πίστωσης κάθε φορά. Αυτό συνήθως γίνεται σε πιστωτικές κάρτες και ''τακτικές χρεώσεις'' όπου ...
φορολόγηση
Νομική; Γενική νομική
Η πράξη μιας κυβερνήσεως να πάρει προσωπικά περιουσιακά στοιχεία δίχως πληρωμή. Η κυβέρνηση μπορεί νόμιμα να φορολογήσει την περιουσία που αποκτήθηκε με παράνομο τρόπο, ή περιουσία που είναι προϊόν ...
παραδοχή μέσω άρνησης
Νομική; Γενική νομική
Σιωπηρή αποδοχή, μέσω άρνησης. Για παράδειγμα, προς απάντηση στην ερώτηση ''Πήγες στην Νέα Υόρκη'', ''Δεν πήγα εχθές''σημαίνει ουσιαστικά κατάφαση, διότι το υποκείμενο στο οποίο ετέθη η ερώτηση ...
πιστοποιητικό ικανότητας
Νομική; Γενική νομική
Το έγγραφο που συνοδεύει κάποιο άλλο, συμβολαιογραφικό έγγραφο και που δεν αποδεικνύει πως το εν λόγω έγγραφο έχει νομική ισχύ, είναι επικυρωμένο. Πιστοποιητικό σύγκρισης αποδοχής μέσα από ...
τραπεζικό βιβλιάριο
Νομική; Γενική νομική
Ένα δελτίο εγγραφής καταθέσεων και αναλήψεων λογαριασμών ταμιευτηρίου.
πιστοποιητικό άδειας
Νομική; Γενική νομική
Ένα έγγραφο που συνοδεύει συμβολαιογραφικό έγγραφο που δεν αποδεικνύει πως το εν λόγω συμβολαιογραφικό έγγραφο έχει νομική ισχύ. Πιστοποιητικό σύγκριση ς αποδοχής, υπό ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
tula.ndex
0
Όροι
51
Γλωσσάρια
11
Οπαδοί