Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
hornbook
Νομική; Γενική νομική
Ένα βιβλίο που συνοψίζει τις βασικές αρχές ενός νομικού φορέα, συνήθως για φοιτητές νομικής.
casebook (βιβλίο νομολογίας)
Νομική; Γενική νομική
Ένα βιβλίο με συλλογή θεμάτων απόψεων και αποφάσεων δικαστηρίων που καταχωρήθηκαν ('νομολογία'), συνήθως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, (Εφετείου)μαζί με κείμενο που τις υποστηρίζει, και που συνήθως ...
εξασφαλισμένο χρέος υποθήκης
Νομική; Γενική νομική
Ένα δάνειο με εξόφληση σε δόσεις (συγκεκριμένες δόσεις), που τοκίζεται τακτικά και με χρέωση υποθήκης σε ξέχωρες βραχυπρόθεσμες δόσεις και λήξη σε μεγάλο χρονικό ...
πάγωμα δανείου
Νομική; Γενική νομική
Δάνειο, που επέβαλλε δικαστήριο ενός ατόμου που ''αθέτησε τους όρους πληρωμής του/αποπληρωμής του'', με σκοπό την εγγύηση της συνέπειας για ένα χρονικό ...
ημερήσιο βιβλίο κίνησης
Νομική; Γενική νομική
Ημερήσιο βιβλίο κίνησης όπου ένας έμπορος καταγράφει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες σε ημερήσια ...
καθυστέρηση
Νομική; Γενική νομική
Η νομική αρχή ότι η καθυστέρηση της έναρξης αγωγής ή ενεργοποίηση ενός αιτήματος ή διεκδίκηση δικαιώματος δικαστικά, μπορεί να διαρκέσει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που ο εναγόμενος υφίσταται άδικα ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί