Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
πιστοποιητικό επικύρωσης
Νομική; Γενική νομική
Ένα έγγραφο που συνοδεύει συμβολαιογραφικό έγγραφο που δεν αποδεικνύει πως αυτό το συμβολαιογραφικό έγγραφο είναι πιστοποιημένο.(έχει νομική ισχύ). Πιστοποιητικό σύγκρισης αποδοχής υπό ...
Translation from EN-GR directly of Book on International Criminal Law
Νομική; Γενική νομική
ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ (1) ΕΙΔΗ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ο Τόμος Ι της Νομικής Βιβλιοθήκης του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου εστιάζει στον νόμο της ατομικής νομικής ...
εθνική τράπεζα
Νομική; Γενική νομική
Μια τράπεζα που λειτουργεί στα πλαίσια των νόμων των ΗΠΑ, παρά υπό κρατικούς νόμους (νόμους Δημοσίου Δικαίου). Μια τράπεζα μπορεί να θεωρηθεί ως εθνική ακόμα και αν έχει υποκαταστήματα σε μια μόνο ...
ατομικός λογαριασμός συνταξιούχων
Νομική; Γενική νομική
Ένας τραπεζικός ή επενδυτικός λογαριασμός όπου κάποια άτομα μπορεί να αποταμιεύσουν κάποια χρήματα από τα κέρδη τους κάθε χρόνο με φορολόγηση τόκων μόνο μετά την ανάληψη. (Μερικές σύζυγοι χωρίς ...
εταιρεία καταπιστευμάτων
Νομική; Γενική νομική
Τράπεζα ή άλλη εταιρεία που αναλαμβάνει, καταπιστεύματα, ενέργειες όπως εκτέλεση εντολών, και άλλες οικονομικές λειτουργίες. ...
σύνδεσμος τραπεζίτη
Νομική; Γενική νομική
Το δικαίωμα μιας τράπεζας να λαμβάνει για λογαριασμό της τα χρήματα ή την περιουσία που έχει να μεριμνήσει από έναν πελάτη αν ο πελάτης οφείλει ληξιπρόθεσμο χρέος στην τράπεζα και να τα χρήματα, ...
Πράξη Portal-Portal
Νομική; Γενική νομική
Μια νομοθετική Πράξη του 1947 (29 U.S.C 251) με την οποία χορηγείται χρόνος σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων για να πάνε και φεύγουν από την ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
tula.ndex
0
Όροι
51
Γλωσσάρια
11
Οπαδοί