Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
διαδικαστικών εγγράφων
Νομική; Γενική νομική
Γραπτές δηλώσεις των συμβαλλομένων μερών σε δίκες που επισήμως αναφέρουν τα πραγματικά περιστατικά και δικαίου που υποστηρίζουν την θέση του συμβαλλόμενου μέρους. Ο κύριος διαδικαστικών εγγράφων ...
πληρεξούσιο
Νομική; Γενική νομική
Ένα πληρεξούσιο είναι ένα μέσο που περιέχει την άδεια για να λειτουργήσει ως ο αντιπρόσωπος για λογαριασμό κάποιου άλλου σε νομική ή επιχειρηματικές υποθέσεις. Ονομάζεται επίσης τα γράμματα του ...
προοίμιο
Νομική; Γενική νομική
Ο όρος εφαρμόζεται ιδίως μια εισαγωγική δήλωση, μια προκαταρκτική εξήγηση του νόμου ή σύμβασης, η οποία συνοψίζει την πρόθεση του νομοθέτη στο πέρασμα του ...
άνοιγμα ετυμηγορία
Νομική; Γενική νομική
Είναι μια επιλογή που είναι ανοικτό σε μια ιατροδικαστική κριτικής επιτροπής σε ένα μεταθανάτιες στο νομικό σύστημα της Αγγλίας και της Ουαλίας. Την ετυμηγορία συνεπάγεται ότι η κριτική Επιτροπή ...
σειρά filiation
Νομική; Γενική νομική
Επίσημο έγγραφο με την οποία κηρύσσεται ένας άνθρωπος να είναι πατέρας ενός παιδιού. Μια φορά η σειρά γίνεται, ο πατέρας έχει την υποχρέωση να στηρίζει το παιδί και μπορεί να έχουν δικαιώματα σχετικά ...
κατακραυγή μάρτυρας
Νομική; Γενική νομική
Ο μάρτυρας κατακραυγή είναι το πρόσωπο που πρώτη φορά μάρτυρες κατακραυγή του παιδιού σχετικά με την κατάχρηση του παιδιού, και είναι υποχρεωμένη να αναφέρετε την κακοήθη χρήση στις ενδιαφερόμενες ...
εναπόκειτο
Νομική; Γενική νομική
Μια πράξη που τίθενται εκτός της προστασίας του νόμου, από μια διαδικασία τακτικά που εναχθεί εναντίον προσώπου που είναι στην περιφρόνηση στην αρνείται να γίνει επιδεκτικός στο δικαστήριο που έχει ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
architected
0
Όροι
27
Γλωσσάρια
14
Οπαδοί