Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law

General law

Common terminology used in legal business.

Contributors in Γενική νομική

General law

parens patriae

Νομική; Γενική νομική

Ο όρος Parens Patriae προέρχεται από την Λατινική λέξη έννοια «μητρική της χώρας του». Είναι μια εγγενής δικαιοδοσία των δικαστηρίων να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με άτομα που αδυνατούν να φροντίζουν ...

γονική συναίνεση

Νομική; Γενική νομική

Επίσης γνωστή και ως συμμετοχή των γονέων ή γονικής κοινοποίηση νόμους, τη γονική συναίνεση αναφέρεται το γονικό του δικαίωμα να συναινέσουν πριν τους ανήλικο τέκνο παίρνει εκτελούν ορισμένες ...

κυριότητα

Νομική; Γενική νομική

Είναι το κράτος μέλος ή το γεγονός της αποκλειστικής νομικών δικαιωμάτων ή την κατοχή πάνω από την ιδιότητα, η οποία μπορεί να είναι ένα αντικείμενο, η γη/ακίνητα ή δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. ...

parricide

Νομική; Γενική νομική

Πρόκειται για θανάτωση του ένας πατέρας, ένα μέλος της οικογένειας ή να κλείσετε σχετική πράξη.

δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

Νομική; Γενική νομική

Αποκλειστικό δικαίωμα χορηγείται ένας εφευρέτης να κάνετε, χρησιμοποιήστε ή η πώληση για ένα σταθερό χρονικό διάστημα, περίπου 17 χρόνια από την ημερομηνία που δημοσιεύτηκε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ...

ειρήνη ομολόγων

Νομική; Γενική νομική

Δέσμευσης από ένα άτομο σε δικαστήριο, που καθορίζει ειδικούς όρους που αυτός δεσμεύει τον εαυτό του να διατηρήσει την ειρήνη, την καλή συμπεριφορά και να προστατεύει την ασφάλεια των άλλων ή ...

προηγούμενο

Νομική; Γενική νομική

Αναφέρεται σε ένα εκ των προτέρων αναφερθεί γνώμη ενός δικαστηρίου εκκλήσεις που αποτελεί τη βάση του στο μέλλον για την ίδια νομικά ζητήματα και γεγονότα αποφάσισε κατά την προηγούμενη ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Tanjung's Sample Business 2

Κατηγορία: Travel   3 4 Όροι

Microeconomics

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 19 Όροι