Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
αποδεικτικά, εκ πρώτης όψεως
Νομική; Γενική νομική
Ο όρος εκ πρώτης όψεως προέρχεται από την Λατινική λέξη την έννοια «με την πρώτη ματιά» ή «στην εμπρόσθια». Είναι μια απόδειξη πριν από τη δίκη, το οποίο είναι αρκετό για να αποδείξει την υπόθεση, ...
προνομιακή θα
Νομική; Γενική νομική
Πρόκειται για ένα έγκυρο παρά το ελάττωμα της μορφής, γίνονται με δικαστικούς ή στρατιώτες θα.
privity της σύμβασης
Νομική; Γενική νομική
Ένα δόγμα του δικαίου των συμβάσεων που απαγορεύει κάθε άτομο από που επιθυμούν την εκτέλεση μιας σύμβασης ή κάπνισαν σχετικά με τους όρους, εκτός εάν είναι μέρος της σύμβασης ...
ειδική ασυλία
Νομική; Γενική νομική
Ένα νομικό δόγμα που χρησιμοποιείται για την προστασία του κράτους και ομοσπονδιακό υπαλλήλων από την ευθύνη της αστικής αποζημίωσης, σε περίπτωση παραβίασης ενός ατόμου Ομοσπονδιακή συνταγματικών ...
ειδική προνόμιο
Νομική; Γενική νομική
Μια άμυνα σε δυσφήμηση ενέργειες, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες ευκαιρίες, που δημιουργούν τις δυσφημιστικές δήλωση από τον εναγόμενο. Α ειδική προνόμιο είναι διαθέσιμη, μόνο όταν το συκοφαντικό ...
απροκάλυπτη πράξη
Νομική; Γενική νομική
Είναι μία δράση που μπορεί να είναι αθώοι από μόνη της, αλλά αν ένα μέρος από την προετοιμασία και την ενεργό προώθηση ενός εγκλήματος, μπορεί να θεωρηθεί ως μια απόδειξη του καθού εμπλοκής στο ...
εξέδωσε
Νομική; Γενική νομική
Το λατινικό όρο, ο οποίος αναφέρεται ο λόγος πίσω από την απόφαση του Δικαστηρίου ή την αρχή στην οποία στηρίζεται η απόφαση. Λόγος decidenti των ανώτερων δικαστηρίων είναι δεσμευτικές για τα κάτω ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
architected
0
Όροι
27
Γλωσσάρια
14
Οπαδοί