Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
quo warranto
Νομική; Γενική νομική
Ένας τύπος ερημοδικήσει, που κυριολεκτικά σημαίνει, «από τι σύλληψης ή αρχή»; Η διαταγή αυτή χρησιμοποιείται για την πρόκληση στην αρχή ένα δημόσιο υπάλληλο ή μια εταιρεία να ασκεί μια ιδιαίτερη ...
μετοχικό κεφάλαιο
Νομική; Γενική νομική
Μετοχικό κεφάλαιο είναι ένα όργανο των κανόνων που υπάρχουν πέρα από το κοινό δίκαιο. Που χρησιμοποιείται συνήθως από δικαστές στην περίπτωση που αισθάνονται ότι το κοινό δίκαιο δεν είναι κατάλληλα ...
escheat
Νομική; Γενική νομική
Η διαδικασία με την οποία ένα πρόσωπο χάνει την περιουσία στο κράτος αν πεθάνει χωρίς κληρονόμους ή ...
μεσεγγύησης
Νομική; Γενική νομική
Πριν το κλείσιμο μιας πώλησης, περιστασιακά μια πράξη ή ορισμένα ταμεία παραδίδονται σε έναν ουδέτερο τρίτο πρόσωπο να παραδοθούν στους του άλλου μέρους ή μερών, από την επίδοση ενός όρου όπως η ...
Estate
Νομική; Γενική νομική
Ένα κτήμα υποδηλώνει όλα τα είδη που κατέχει ένα πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων προσωπικών ειδών, ακίνητης περιουσίας, αποθέματα, ομολογίες, τραπεζικούς λογαριασμούς, , κλπ κατά τη στιγμή του θανάτου ...
δίκαιο ακινήτων
Νομική; Γενική νομική
Είναι το μέρος του δικαίου που διέπει τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη σε σχέση με την περιουσία, όταν πεθάνει, δηλαδή διαθηκών, probates, ...
πλήρη πίστη και πιστωτικών
Νομική; Γενική νομική
Ένα δόγμα που περιέχεται στο Σύνταγμα των ΗΠΑ που υποχρεώνει όλα τα κράτη μέλη να σέβονται τις εγγραφές, δικαστικές διαδικασίες και δημόσιες πράξεις όλων των άλλων ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί