Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Payroll
Payroll
Of or relating to the financial record of employees' salaries, wages, bonuses, net pay, and deductions.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Payroll
Payroll
κάλυψη επιχείρησης
Λογιστική; Payroll
Ελεγχος στο εάν ένας υπάλληλος έχει ένσημα και δεν εργάζεται με ''Μαύρη Εργασία''. Βασίζεται στην συμμετοχή των υπαλλήλων στο διακτρατικό εμπόριο και τα έσοδα ενός υπαλλήλου σε ετήσια ...
έλεγχος νομικής βάσης
Λογιστική; Payroll
Τεστ που μετράει τον έλεγχο ενός εργοδότη σε έναν εργάτη. Εκεί όπου ο υπάλληλος έχει το δικαίωμα να διευθύνει τον εργάτη ώς πος το πώς, πού και πότε θα ολοκληρωθεί η εργασία. Επιπλέον ο έλεγχος του ...
ελεγχος χωρίς προκατάληψη
Λογιστική; Payroll
Τεστ που προσδιορίζουν το εάν οι παρεχόμενες αμοιβές ενός εργοδότη μεροληπτούν έναντι άλλων υψηλά αμοιβομένων υπαλλήλων ή υπαλλήλων σε θέσεις κλειδιά. Αν εντοπιστεί τέτοια διάκριση, ο εργοδότης ...
κέρδη σε διάθεση
Λογιστική; Payroll
Το τμήμα που μένει από τα κέρδη ενός υπαλλήλου μετά τις αφαιρέσεις που απαιτούνται με τον νόμο (πχ φόροι) Χρησιμοποιείται για να ορίσει το ποσό που πληρώνει ένας υπάλληλος που πρέπει να εξοφλήσει ...
καθαρό ποσό πληρωμής
Λογιστική; Payroll
Το τμήμα που μένει από τα ημερομίσθια ενός εργοδότη μετά από όλες τις αφαιρέσεις (π.χ φόροι, κάλυψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, χρέη εταιρείας). ...
περίοδος πισωγυρίσματος
Λογιστική; Payroll
το διάστημα 12 μηνών που αρχίζει από τον Ιούλιο ή το δεύτερο ημερολογιακό έτος που προηγείται, μέχρι τις 30 Ιουλίου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους. Η υποχρέωση του εργοδότη να πληρώνει φόρο ...
αφορολόγητο
Λογιστική; Payroll
Η προσθήκη της αξίας μετρητών/μη μετρητών της αμοιβής ενός υπαλλήλου πάνω στο μισθό που φορολογείται για την παρακράτηση εισοδήματος και φόρων υπαλλήλου από τα ημερομίσθια. ...