Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Payroll
Payroll
Of or relating to the financial record of employees' salaries, wages, bonuses, net pay, and deductions.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Payroll
Payroll
κρατική μονάδα εκταμίευσης (SDU)
Λογιστική; Payroll
ένα κεντρικό κρατικό γραφείο για την συγκέντρωση και εκταμίευση ποσού χρημάτων για παιδικό νηπιαγωγείο.
ποσοστό επί εκατομυρίου
Λογιστική; Payroll
Ενα σεντς του εκατομυρίου που χορηγείται ετησίως από το IRS. Ποσά που δίδονται για τα έξοδα μεταφοράς υπαλλήλων εκτός έδρας και για χρήση αυτοκινήτων της εταιρείας και δεν περιλαμβάνονται στο ...
per diem (εκτός έδρας)
Λογιστική; Payroll
Ποσό πληρωμής ημερησίως, για έξοδα ταξιδίου, φαγητό και/ή έξοδα μεταφοράς.
προ φόρου αφαίρεση
Λογιστική; Payroll
Ποσό που αφαιρείται από το μεικτό ποσό και μειώνει το ποσό ημερομισθίου που φορολογείται.
ιατρική περίθαλψη
Λογιστική; Payroll
Ενα κρατικό ασφαλιστικό πρόγραμμα για άτομα των των 65 και για λόγους αναπηρίας. Χρηματοδοτείται από τον φορέα ασφάλισης του νοσοκομείου με κουπόνο ...
αυτόματο σύστημα τελωνείου (ACH)
Λογιστική; Payroll
Μια Κρατική Τράπεζα ή πιστωτικό ίδρυμα που ενεργεί για λογαριασμό γραφείου εκτελωνισμού για άμεσες συναλλαγές κατάθεσης. Τα προιόντα εισαγωγής μεταφέρονται από το τελωνείο σύμφωνα με κανονισμό της ...