Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
Προχωρητική αμνησία
Υγεία; Pharmacy
Αδυναμία να θυμόμαστε γεγονότα ή ενέργειες που προκύπτουν μετά τη λήψη ένα ηρεμιστικό, υπνωτικό φάρμακο.
βοηθητική θεραπεία
Υγεία; Pharmacy
Ένταξη της θεραπείας, που μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την μελέτη έκβαση, που δεν κατανέμεται εξίσου μεταξύ των ομάδων παρέμβασης και ελέγχου (π.χ. Αντιόξινα χρήση σε μια μελέτη μέτρησης μείωση των ...
διαφορική λανθασμένη κατάταξη
Υγεία; Pharmacy
Εσφαλμένη κατηγοριοποίηση των ζητήματα όσον αφορά μία μεταβλητή (π.χ., έκθεση), που επηρεάζεται από άλλα χαρακτηριστικά ενδιαφέροντος (π.χ., κατάσταση ασθένειας). ...
προσαρμοστική λειτουργία
Υγεία; Pharmacy
Ατομικής αποτελεσματικότητας κάθε μέλους αντιμέτωποι με καθημερινή στρεσογόνους παράγοντες σε σχέση με έναν ομότιμο με παρόμοιο υπόβαθρο και τις κοινωνικοοικονομικές και ψυχοκοινωνικές ευκαιρίες. ...
ανάλυση παραγόντων
Υγεία; Pharmacy
Μια προηγμένη μέθοδο στατιστικών για την ανάλυση των σχέσεων ανάμεσα σε μια σειρά των ειδών ή των δεικτών για τον προσδιορισμό των παραγόντων ή διαστάσεις που αποτελούν τη βάση ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Tatiana Platonova 12
0
Όροι
2
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί