Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
ηθική
Γλώσσα; Public speaking
Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και μελετά τις πράξεις των ανθρώπων ως προς τη θετική ή αρνητική τους ...
λογοπαίγνιο
Γλώσσα; Public speaking
Λεκτικό παιχνίδι του προφορικού λόγου κατά το οποίο, με τη χρησιμοποίηση φωνητικών ομοιοτήτων, αναγραμματισμών, αντιστροφής συλλαβών κτλ., μια λέξη ή μια φράση γίνεται διφορούμενη ή αλλάζει το νόημά ...
αξιοπιστία
Γλώσσα; Public speaking
Η εμπιστοσύνη που εμπνέει κάποιος στους άλλους σχετικά με αυτά που λέει.
αντίθεση
Γλώσσα; Public speaking
Η ύπαρξη μεγάλης ή της μεγαλύτερης δυνατής διαφοράς μεταξύ στοιχείων, χαρακτηριστικών ή ατόμων.
λόγος της πειθούς
Γλώσσα; Public speaking
Ομιλία σχεδιασμένη να αλλάξει ή να επηρεάσει τη συμπεριφορά, τα πιστεύω ή τις ενέργειες του κοινού.