![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
μεταγλώττιση
Γλώσσα; Public speaking
1)Επανάληη του αρχικού συμφώνου των διπλανών λέξεων ή αυτών που συνδέουν. 2)Η επαάληψη της ίδιου φωήματος ή του ίδιου αρχικού γράμματος σε μια ομάδα λέξεων ή σειρά ποίησης όπως stem στο stern. ...
goldwynism
Γλώσσα; Public speaking
Ορος του 1940 για την κωμική δυσχρησία της γλώσσας. Ονομάστηκε mogul μετά το κιηματογράφο Sam Goldwyn.
λόγος για απόκτηση άμεσης δράσης
Γλώσσα; Public speaking
Ενας πειστικός λόγος όπου ο στόχος του ομιλητή είναι να πείσει το ακροατήριο να αναλάβει δράση προς υποστήριξη αυτής της πολιτικής. ...
μετάβαση (-σεις)
Γλώσσα; Public speaking
Μια λέξη, μια φράση ή άλλα συνδετικά στοιχεία που δείχει πότε ο ομιλητής έχει τελειώσει με την μία σκέψη και προχωρείσ την ...
εργασία αναφοράς
Γλώσσα; Public speaking
Μια εργασία που συνθέτει ένα μεγάλο ποσό συαφούς πληροφορίας για εύκολη πρόσβαση από ερευνητές.
black humor
Γλώσσα; Public speaking
Σύμφωνα με το Λεξικό Webster 'Οτι το Χιούμπορ που αγνοεί τα ανθρώπινα βάσανα και ψάχει το παράλογο σε κάθε εμπειρία, ακόμα και τη πιο τραγική 'Χρησιμοποιείται για την ανακούφιση από το στρες σε ...