Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking

Public speaking

Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.

Contributors in Public speaking

Public speaking

μεταγλώττιση

Γλώσσα; Public speaking

1)Επανάληη του αρχικού συμφώνου των διπλανών λέξεων ή αυτών που συνδέουν. 2)Η επαάληψη της ίδιου φωήματος ή του ίδιου αρχικού γράμματος σε μια ομάδα λέξεων ή σειρά ποίησης όπως stem στο stern. ...

goldwynism

Γλώσσα; Public speaking

Ορος του 1940 για την κωμική δυσχρησία της γλώσσας. Ονομάστηκε mogul μετά το κιηματογράφο Sam Goldwyn.

ιδέα

Γλώσσα; Public speaking

Μια πίστη, θεωρία,ιδέα, έννοια, αρχή ή το γούστο.

λόγος για απόκτηση άμεσης δράσης

Γλώσσα; Public speaking

Ενας πειστικός λόγος όπου ο στόχος του ομιλητή είναι να πείσει το ακροατήριο να αναλάβει δράση προς υποστήριξη αυτής της πολιτικής. ...

μετάβαση (-σεις)

Γλώσσα; Public speaking

Μια λέξη, μια φράση ή άλλα συνδετικά στοιχεία που δείχει πότε ο ομιλητής έχει τελειώσει με την μία σκέψη και προχωρείσ την ...

εργασία αναφοράς

Γλώσσα; Public speaking

Μια εργασία που συνθέτει ένα μεγάλο ποσό συαφούς πληροφορίας για εύκολη πρόσβαση από ερευνητές.

black humor

Γλώσσα; Public speaking

Σύμφωνα με το Λεξικό Webster 'Οτι το Χιούμπορ που αγνοεί τα ανθρώπινα βάσανα και ψάχει το παράλογο σε κάθε εμπειρία, ακόμα και τη πιο τραγική 'Χρησιμοποιείται για την ανακούφιση από το στρες σε ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Gaming mouse

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 8 Όροι

Sheryl Sandberg

Κατηγορία: Business   4 1 Όροι