Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking

Public speaking

Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.

Contributors in Public speaking

Public speaking

σύγκριση και αντίθεση

Γλώσσα; Public speaking

Ενας λόγος που πληροφορεί και τονίζει τις ομοιότητες και διαφορές μεταξύ υποκειμένων ή ιδεών.

συνέντευξη έρευνας

Γλώσσα; Public speaking

Μια συνέντευξη που διεξάγεται για να συλλέξει πληροφορίες για έναν λόγο.

τονισμός λέξης κλεδιού

Γλώσσα; Public speaking

Ενας τονισμός που καταγράφει σε συντομία τα κύρια σημεία του ομιλήτή και υποστηρίζει τις αποδείξεις υπογραμμίζοντας. ...

Φόρμα ΠΡΟΕΤ.

Γλώσσα; Public speaking

Μια τεχνική τονισμού για έναν μη προετοιμασμένο λόγο; αναφέρετε ένα σημείο, δωστε έναν λόγο ή παράδειγμα και ξανααναφέρετε το ...

εκμάθηση επικοινωνίας

Γλώσσα; Public speaking

Αγχος ή φόβος που βιώνονται πριν και κατά την διάρκεια δημόσιας ομιλίας.

παρεμβολή

Γλώσσα; Public speaking

Οτιδήποτε εμποδίζει την μετάδοση ενός μηνύματος Η παρέμβαση μπορεί να είναι εξωτερική ή εσωτερική στους ...

σκηνή δεξιά

Γλώσσα; Public speaking

Οταν ο παρουσιαστής έχει την σκηνή ενός ακροατηρίου δεξιά.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

addiction

Κατηγορία: Health   2 33 Όροι

Cloud Types

Κατηγορία: Γεωγραφία   2 21 Όροι