![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
σύγκριση και αντίθεση
Γλώσσα; Public speaking
Ενας λόγος που πληροφορεί και τονίζει τις ομοιότητες και διαφορές μεταξύ υποκειμένων ή ιδεών.
συνέντευξη έρευνας
Γλώσσα; Public speaking
Μια συνέντευξη που διεξάγεται για να συλλέξει πληροφορίες για έναν λόγο.
τονισμός λέξης κλεδιού
Γλώσσα; Public speaking
Ενας τονισμός που καταγράφει σε συντομία τα κύρια σημεία του ομιλήτή και υποστηρίζει τις αποδείξεις υπογραμμίζοντας. ...
Φόρμα ΠΡΟΕΤ.
Γλώσσα; Public speaking
Μια τεχνική τονισμού για έναν μη προετοιμασμένο λόγο; αναφέρετε ένα σημείο, δωστε έναν λόγο ή παράδειγμα και ξανααναφέρετε το ...
εκμάθηση επικοινωνίας
Γλώσσα; Public speaking
Αγχος ή φόβος που βιώνονται πριν και κατά την διάρκεια δημόσιας ομιλίας.
παρεμβολή
Γλώσσα; Public speaking
Οτιδήποτε εμποδίζει την μετάδοση ενός μηνύματος Η παρέμβαση μπορεί να είναι εξωτερική ή εσωτερική στους ...