Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary

SAT vocabulary

Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.

Contributors in Λεξιλόγιο SAT

SAT vocabulary

απορροφώ (noun, occlusion)

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να απορροφήσει, ως αέριο μέσω ενός μετάλλου.

ιερουργώ, ασκώ λειτούργημα

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

χοροστατήσει, είναι πράξη ως αξιωματικός, δράστης του επίσημη πράξη.

λειτουργώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Είμαι σε κίνηση, εκτελώ συγκεκριμένη εργασία.

ρητορεύω

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Να παραδώσει ένα περίτεχνα ή επίσημη δημόσια ομιλία.

κατάγομαι

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Προέρχομαι από/ έλκω την καταγωγή μου από κάποιο μέρος.

ταλαντεύομαι

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

ταλαντώνονται, είναι ταλάντευση πίσω και εμπρός, το ουσιαστικό είναι ταλάντωση, κούνημα πίσω και εμπρός/μπροστά ...

φιλώ

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

κλέβω, είναι το φιλί, να δώσει ένα φιλί σε κάποιον.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Interesting facts about Russia

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 4 Όροι

Weeds

Κατηγορία: Γεωγραφία   2 20 Όροι