Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
υποχρεώνω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Ρήμα: Αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω. Επίθετο: Αυτός που επιβάλλεται δεσμευτικά.
επιβάλλω με το ζόρι
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Να ωθηθεί ή να προωθήσει τον εαυτό του σε αδικαιολόγητη προεξοχή.
στρέφω
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Για να ενεργοποιήσετε το μέτωπο ή η κύρια πλευρά της (ένα πράγμα) προς οποιοδήποτε πρόσωπο ή αντικείμενο.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί