Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
διερμηνέας
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Άτομο που κάνει κατανοητή ομιλία ενός ξένου μέσω προφορικής μετάφρασης.
Intervale
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Ένα χαμηλό κομμάτι γης μεταξύ λόφους, κυρίως κατά μήκος ενός ποταμού.
κίνηση
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Η μετακίνησης ή η κίνηση των χεριών ή του πρόσωπο, για να εκφράσει κάποια ιδέα ή συναίσθημα.
glazier
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Κάποιος που κόβει και ταιριάζει κομμάτια γυαλιού, π.χ. για παράθυρα.
νεροκολόκυθο
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Πεπόνι, κολοκύθα, κολοκυθάκι ή άλλο παρόμοι φρούτο που έχει σκληρό φλοιό.
διαβάθμιση
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Μία βαθμίδα, ένας βαθμός, μία τάξη ή άλλη σχετική θέση σε μία διάταξη ή σειρά.
υποκριτής
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Timmwilson
0
Όροι
22
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί