Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary

SAT vocabulary

Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.

Contributors in Λεξιλόγιο SAT

SAT vocabulary

διερμηνέας

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Άτομο που κάνει κατανοητή ομιλία ενός ξένου μέσω προφορικής μετάφρασης.

Intervale

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Ένα χαμηλό κομμάτι γης μεταξύ λόφους, κυρίως κατά μήκος ενός ποταμού.

κίνηση

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Η μετακίνησης ή η κίνηση των χεριών ή του πρόσωπο, για να εκφράσει κάποια ιδέα ή συναίσθημα.

glazier

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Κάποιος που κόβει και ταιριάζει κομμάτια γυαλιού, π.χ. για παράθυρα.

νεροκολόκυθο

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Πεπόνι, κολοκύθα, κολοκυθάκι ή άλλο παρόμοι φρούτο που έχει σκληρό φλοιό.

διαβάθμιση

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Μία βαθμίδα, ένας βαθμός, μία τάξη ή άλλη σχετική θέση σε μία διάταξη ή σειρά.

υποκριτής

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Office 365

Κατηγορία: Τεχνολογία   6 20 Όροι

Best American Cartoons of the 90's

Κατηγορία: Ιστορία   2 7 Όροι