![](/template/termwiki/images/likesmall.jpg)
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary
SAT vocabulary
Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.
Industry: Εκπαίδευση
Προσθήκη νέου όρουContributors in Λεξιλόγιο SAT
SAT vocabulary
επιθεωρητής
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Ο υπάλληλος που διορίζεται για να εξετάζει ή να επιβλέπει κάθε θέμα δημοσίου συμφέροντος ή σημασίας.
Ιερά εξέταση
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Δικαστήριο ή δικαστήριο για εξέταση και την τιμωρία των αιρετικών.
insolence
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Η υπεροψία ή αλαζονεία κάποιου ατόμου που επιδεικνύεται με την περιφρονητική και αυταρχική αντιμετώπιση των ...
frigidarium
Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT
Δωμάτιο στο οποίο υπάρχει χαμηλή θερμοκρασία για τη διατήρηση, των τροφίμων όπως φρούτα, κρέας, κλπ.